Σάββατο 28 Απριλίου 2012


ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

Αν μιλάς για την κρίση του ταμείου, ναι, θα υπάρξει κάποιο πρόβλημα από τη στιγμή που οι πολίτες περνάνε μια δύσκολη οικονομική φάση. Αλλά αυτή η κρίση αφορά την ‘Ελληνική θεαμάτων’ και όποιον άλλο ξεκινάει τη χρονιά μετρώντας τα κουκιά. Τι μπορεί να ενδιαφέρει μια τέτοια κρίση εκείνον που υπηρετεί υψηλότερα ιδανικά;
Αν είσαι επαγγελματίας θεατρικός επιχειρηματίας, ή αν ανήκεις σ’ εκείνους που  υπολογίζουν από τις εισπράξεις της χρονιάς να τελειώσουν το σπίτι που χτίζουν στην εξοχή, σίγουρα θα έχεις πρόβλημα. Αν και αυτές οι κατηγορίες επαγγελματιών βρίσκουν πάντα τη λύση, ώστε να τελειώσουν το σπίτι ακόμη κι αν το ταμείο πάει μέτρια. Εσένα, Καλλιτέχνη, τι μπορεί να σε ενδιαφέρει αυτή η κρίση; Εσύ γνωρίζεις πολύ καλά ότι το θέατρο είναι συνυφασμένο με κρίσεις. Γνωρίζεις πως αν δεν υπάρχει κρίση δεν χρειάζεται να υπάρξει και θέατρο. Το θέατρο γεννήθηκε για να αντιμετωπίζει κρίσεις, αλλιώς είναι επουσιώδες. Θέατρο που δεν τίθεται αντιμέτωπο με κρίσεις είναι σαν να ξεσπάει επανάσταση στην ερημιά. Καλούμε το κοινό να ‘ρθει στο θέατρο με την προϋπόθεση ότι το απασχολούν προβλήματα, άρα περνάει μια κρίση. Αλλιώς γιατί να το φωνάξουμε να δει το Γκοντό; Για να γελάσει, είναι λίγο δύσκολο, να ευχαριστηθεί κλάμα, κάπως απίθανο. Να προβληματιστεί, ακούγεται πιο κοντινό. Τι έχουμε να πούμε σ’ έναν κόσμο χορτάτο, με λυμένα τα υπαρξιακά του, τα ερωτικά του, τα οικογενειακά του; Ή σ’ έναν κόσμο που αδιαφορεί για το πρόβλημα και θέλει απλώς να ξεσκάσει; Να γελάσει λίγο ‘επειδή όλη μέρα τρέχει’; Αυτοί είναι εν αγνοία τους υπηρέτες της κρίσης αλλά δεν το γνωρίζουν. Εσύ, όμως, Καλλιτέχνη, δεν κάνεις τέτοιο θέατρο. Απευθύνεσαι σε προβληματισμένους γι’ αυτό και ασχολείσαι με αυτά τα έργα. Ποιον εφησυχασμένο και αδιάφορο άνθρωπο ενδιαφέρει το πρόβλημα του Οιδίποδα, της Αντιγόνης και του Οθέλου; Για ποιαν κοινωνία χωρίς κρίση έγραψε ο Μίλερ, ο Μπέκετ, ο Ιψεν, ο Τσέχωφ;
Προσωπικά, από τότε που ανέλαβα όλη την ευθύνη πάνω μου, δεν θυμάμαι περίοδο χωρίς κρίση. Ξεκινήσαμε μέσα στη δικτατορία και παλεύαμε με το φόβο πως για ψύλλου πήδημα θα βρισκόμασταν στα μπουντρούμια. Ζούσαμε μέσα σε μια βαθύτατη κρίση. Μας είχαν στερήσει την ελευθερία μας. Όχι μόνο της έκφρασης, αυτό από μόνο του μπορούσε να θεωρηθεί και πολυτέλεια, μας είχαν στερήσει τη δυνατότητα της επιλογής. Περάσαμε στη μεταπολίτευση και είδαμε να ξαναγυρίζουμε πάλι προς τα πίσω, πριν τη δικτατορία, αλλά η δίψα για αλλαγή μετά από μια επταετία φρίκης μας έκανε να τα ανεχόμαστε όλα. Νιώσαμε σιγά-σιγά ότι ξεγελαστήκαμε και παλεύαμε να γλιτώσουμε από τα σάπια πολιτικά συστήματα που μας υπόσχονταν μια έξοδο από την κρίση ξεπουλώντας μας.  Μετά ήρθε η ‘αλλαγή’ και μάθαμε να ζούμε σε μια κοινωνία που είχαν πέραση μόνο τα κομματόσκυλα. Τότε βλέπαμε την Κρίση που ερχότανε να μας αποτελειώσει χωρίς να μπορούμε να την προσδιορίσουμε ακριβώς, αλλά διαισθανόμασταν το τέλος. Δεν άργησε πολύ. Σαν φυσική εξέλιξη ήρθε το χάος. Η ‘ευημερία’ οδήγησε στην αποθέωση του χαβαλέ. Χρηματιστηριακή μανία, επενδύσεις, κουμπαριές, πονηρές και εύκολες κονόμες από τη μια, μεταμοντερνιές, ανησυχίες του κώλου, προτάσεις χωρίς άποψη, νοήματα δίχως ειρμό από την άλλη. Μπάτε σκύλοι αλέστε. Εκεί να δεις κρίση. Όποιος ήταν περισσότερο αναιδής είχε σοβαρές ελπίδες να γίνει μεγάλος. Σ’ όποιον η βλακεία του βάραγε κόκκινο, αποκτούσε οφίτσια. Η διαπλοκή, οι παρτούζες, τα στοχαστικά νυχτέρια με εκλεκτό μαύρο εκ Περσίας, οι παντοειδείς αλλαξοκωλιές, ο αποκλεισμός του Όχι, η αναζήτηση της εύκολης επιτυχίας, η επικρότηση με ηλίθια επιχειρήματα κάθε μαλακίας που σβούριζε σε ακατοίκητους εγκεφάλους, το λάδωμα του καλλιτεχνικού συντάκτη, του κριτικού, του διευθυντή, ο λιβανωτός, το γλείψιμο, η παραίτηση από κάθε αντίσταση, η επιμονή στον αποκλεισμό του όχι, του κάθε Όχι, η λατρεία ενός τεράστιου Ναι που δοξάστηκε και χρυσοπληρώθηκε όσο τίποτα άλλο. Όποιος ανησυχούσε λίγο παραπάνω ονομαζόταν κουλτουριάρης, μια βρισιά που είναι χειρότερη κι από το να σε πούνε δωσίλογο. Και το θέατρο να πρέπει να αντιστέκεται. Αλλιώς τι θέατρο είναι; Να λιβανίσουμε την πλαστική ευδαιμονία; Να παριστάνουμε πως όλα είναι θαυμάσια και να δεχτούμε εκείνο το εύκολο, πως μόνο οι απαισιόδοξοι υποφέρουν και να φωνάξουμε αυτό που κάποιοι ανοητούληδες προτείνουν ανέξοδα, ’αμάν πια αυτή η μιζέρια’ κάνοντας πως δεν την βλέπουμε; Να αποδεχτούμε τη ρετσινιά του ‘κουλτουριάρη’ και του ανήσυχου; Να ξυρίσουμε τα κεφάλια για να προσαρμοστούμε στη μόδα, να φωτογραφηθούμε σε περίεργες πόζες, να κάνουμε περίεργα μακιγιάζ και χτενίσματα για να δείξουμε αντικομφορμισμό, να ντυθούμε τάχα μου άνετα και αδιάφορα, να αντικαταστήσουμε τη δυσκολία που αισθανόμαστε να προσαρμοστούμε στη σαχλαμάρα με πλαστή άνεση και ευκολία, να γυρίσουμε την πλάτη στο παρελθόν επειδή η θύμησή του ενοχλεί κάποιες εστέτ κριτικούς θεάτρου, να απαρνηθούμε την ιστορία μας; Ποιους βολεύει η λήθη; Να δεχτούμε εκείνο το ‘λαπάδες’ που μας καταλόγισε ο Κούβελας ή να συμβιβαστούμε με το ‘κουραδόμαγκες’ που μας αποκάλεσε ο ευγενέστατος πολιτικός ανήρ Θεόδωρος Πάγκαλος; Ναι, αυτό είμαστε γι’ αυτούς, τι νομίζεις; Να τα ξεχάσουμε λοιπόν όλ’ αυτά αν θέλουμε να πάμε μπροστά; Πού μπροστά; Τι θα βρίσκαμε δηλαδή μπροστά όταν αγνοούσαμε το πίσω; Ξέρουμε πάντα ότι ήμαστε σε κρίση. Ότι πάντα θα ήμαστε σε κρίση και κάνουμε θέατρο για να την πολεμήσουμε, να της αντισταθούμε, να την εξοντώσουμε για να ξημερώσει μια καλύτερη μέρα. Όχι δεν ανακαλύφθηκε φέτος η κρίση. Διαβάζεις άρθρα από το ’50, του Πλωρίτη, του Νίτσου, του Κουν, του Μινωτή, εκατοντάδων εργατών του θεάτρου και όλοι μιλάνε για κρίση. Διαβάζεις Βιλάρ, Κοτ, Μπέκετ, Μπρεχτ και όλοι μιλάνε για κρίση. Διαβάζεις αρχαίους, για κρίση μιλάνε. Αυτή η κρίση να σ’ ενδιαφέρει. Που σε κάνει να γράφεις γκρήκλις, που δίνεις στο θίασό σου μια αμερικανογενή ονομασία, που τα τρία τέταρτα των έργων που παίζονται στην Αθήνα έχουν εγγλέζικο τίτλο, που, που, που…
Που ζεις όπως ζεις.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ


δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ της 21.10.2010


Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Μιλάω για αληθινούς καλλιτέχνες και πολιτικούς

            Ο καλλιτέχνης για να μιλήσει στον κόσμο έχει τη φωνή του, το κορμί του, τα χέρια του, τα πόδια του. Μ’ αυτά μπορεί να ερμηνεύσει ένα ρόλο, να παίξει μουσικά όργανα, να χορέψει και να τραγουδήσει. Ο πολιτικός έχει μόνο τη φωνή του. Μ’ αυτή μπορεί να μιλάει, να μιλάει, να μιλάει και να μιλάει.
            Και οι δύο χρησιμοποιούν πολύ το μυαλό. Ο πρώτος για να δημιουργήσει έργα τέχνης με τα οποία θα ακονίσει την ευαισθησία των ανθρώπων και θα τους ανυψώσει πνευματικά. Ο δεύτερος για να διαστρεβλώσει, να εξαπατήσει, να εκμεταλλευτεί και να ξεγελάσει με σκοπό να αποκτήσει εξουσία και δύναμη. Μιλάω φυσικά για αληθινούς καλλιτέχνες και πολιτικούς. Θα συγκρίνω μόνο μια ειδικότητα από τους καλλιτέχνες, αυτή των ηθοποιών. Κοινό σημείο και των δύο είναι ότι η δουλειά τους είναι πολιτική. Ο ηθοποιός για να πείσει τον άνθρωπο πως αν δεν αγωνιστεί δεν πρόκειται να δει άσπρη μέρα, ο πολιτικός για να μας βεβαιώσει ότι χωρίς αυτόν είμαστε χαμένοι. Έχουν κι άλλο κοινό σημείο, τη μίμηση. Στον ηθοποιό χρησιμεύει για να υποκριθεί τα αισθήματα κάποιου άλλου και αυτό λέγεται υποκριτική. Στον πολιτικό για να κρύψει από τους άλλους τις πραγματικές του σκέψεις και αυτό λέγεται υποκρισία. Και οι δύο εργάζονται σε αίθουσες που να προσφέρονται για επίδειξη του υποκριτικού τους ταλέντου. Στη μία υπερασπίζεται η ανθρώπινη υπόσταση και στην άλλη τσαλακώνεται. Στην πρώτη διδάσκεται ο σεβασμός στον άνθρωπο και στην άλλη ότι ο άνθρωπος είναι απλώς μια μονάδα εκμετάλλευσης.
            Ένας ηθοποιός μπορεί να υποδυθεί τον πολιτικό, αλλά δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει τις μεθόδους του, επειδή είναι απαραίτητο, πάνω στη σκηνή, να είναι γνήσιος. Αντίθετα ένας πολιτικός δεν επιτρέπεται ποτέ να είναι γνήσιος επειδή τότε δεν θα γίνει πιστευτός από κανέναν. Μιλάω βέβαια για αληθινούς καλλιτέχνες και πολιτικούς. Η γνησιότητα της τέχνης και η γνησιότητα της πολιτικής είναι δύο άσχετες μεταξύ τους έννοιες. Η μία καθορίζει ένα λειτούργημα ενώ η άλλη σηματοδοτεί ένα επάγγελμα. Αν ηθοποιοί και πολιτικοί αντάλλασσαν μεταξύ τους επαγγέλματα τότε θα είχαμε, λόγω ιδιοσυγκρασίας, έναν θίασο πολύ κακών ηθοποιών από τη μια και μια πολύ αποτυχημένη κυβέρνηση από την άλλη. Παρ’ όλα αυτά τα θέατρα διαθέτουν πολύ καλούς θιάσους που, σεβόμενοι το λειτούργημά τους, κάνουν σωστή πολιτική, ενώ η Βουλή διαθέτει πολύ κακούς θιάσους που, περιφρονώντας τον πολίτη, δίνουν πολύ κακές παραστάσεις.
            Με αυτά τα δεδομένα μπαίνει λοιπόν το ερώτημα: μπορεί ένας πραγματικός καλλιτέχνης να λειτουργήσει σαν πολιτικός; Από τη μια δηλαδή να μιλάει στους θεατές για την αλήθεια, το δίκαιο και την τιμιότητα και από την άλλη να γεμίζει τους πολίτες με διάφορα ψέματα για να τους πείσει να τον διατηρήσουν στην εξουσία; Κάθε βράδυ να διδάσκει στους θεατές πώς να αντιστέκονται στη διεφθαρμένη εξουσία και την άλλη μέρα να την χρησιμοποιεί για να υπογράφει την καταδίκη των χθεσινών του θεατών; Πότε θα είναι συνεπής με τον εαυτό του; Όταν ερμηνεύει τον Ιούλιο Καίσαρα και τη Μπλανς Ντυμπουά ή όταν υπογράφει κάποιο επαίσχυντο μνημόνιο; Κι αν μπορεί να το κάνει, τότε τι ανάγκη έχουμε από έναν καλό ηθοποιό που μισεί τους συνανθρώπους του; Τι χρειάζεται η πνευματική τροφή όταν την επόμενη στιγμή σκοτώνεις αυτόν που τάϊσες;
            Κάπου, αγαπητοί φίλοι και συνάδελφοι, έχουμε μπερδέψει τα πράγματα. Ή θα μείνετε πάνω στη Σκηνή και θα υπερασπιστείτε τον Άνθρωπο ή θα πάτε στη Βουλή και θα τον εξοντώσετε. Αυτό κάνουν αυτοί οι δύο χώροι. Αν επιθυμείτε να προσφέρετε, προτιμήστε τον δικό σας χώρο. Έχει μεγάλες δυνατότητες  και τεράστιες ανάγκες – αρκεί να τις διαπιστώσετε – και πιθανόν να νιώσετε περισσότερο αρμόδιοι για την εξυγίανσή του παρά για την εξυγίανση της Βουλής. Ίσως μαζί με τη δική του εξυγίανση να υπάρχουν περισσότερες ελπίδες να εξυγιανθεί κι αυτή. Όσοι πιστέψατε ότι από τα βουλευτικά έδρανα μπορείτε να προσφέρετε κάτι, πιστεύω ότι σας αποδείχτηκε πως όχι μόνο δεν μπορείτε να καθαρίσετε την κόπρο του Αυγείου, αλλά αντίθετα συμμετείχατε, άθελά σας ελπίζω, στη διατήρησή της. Αφήσατε να σας χρησιμοποιήσουν για τους δικούς τους ιδιοτελείς επικοινωνιακούς λόγους, πιστεύοντας ότι υπηρετείτε την Πατρίδα. Νομίζετε ότι ασχολείστε με τα Κοινά όταν ξέρετε ότι τα Κοινά είναι προαποφασισμένα και τελεσίδικα. Κολακεύεστε ότι γινόσαστε σημαντικοί τροχοί της αμάξης, αλλά γνωρίζετε ότι την πορεία αυτής της άμαξας δεν μπορείτε να την ελέγξετε ούτε στο ελάχιστο. Ποιος άραγε μπορεί να καυχηθεί ότι κατάφερε να αποτρέψει μια λανθασμένη απόφαση που πήρε ο Αρχηγός και οι Βαρόνοι του Κόμματος, αυτοί οι άθλιοι υποκριτές, οι εραστές της συναλλαγής και της ρεμούλας, οι διεφθαρμένοι υπαλληλίσκοι κάθε μεγαλοεισοδηματία; Ποιος από σας θα μας εξηγήσει πώς πήγε το χέρι σας και υπογράψατε το αισχρό ξεπούλημα της Ελλάδας για το πνεύμα της οποίας κάνετε Τέχνη; Και εν τέλει, ποιος από σας μπορεί να ισχυριστεί ότι πρόσφερε το παραμικρό, πέρα από την εκμετάλλευση και μόνο του ονόματός του για διαφημιστικούς λόγους προς όφελος του Κόμματος(ή μήπως και δικό σας;…). Μα, στο θεό σας, τι δουλειά έχετε εσείς, πνευματικοί άνθρωποι, δίπλα στον κάθε τσόγλανο; Θέλετε να βοηθήσετε τη χώρα; Την απάντηση την έδωσε ο Βουρνάς όταν τον καιρό της δικτατορίας τον ρωτήσανε κάποιοι φοιτητές πώς μπορούνε να βοηθήσουνε την πατρίδα. Τους ρώτησε τι επιστήμη σπουδάζουνε και μετά τους είπε «ε, λοιπόν, για να βοηθήσετε την πατρίδα, κοιτάχτε να γίνετε καλοί γιατροί, καλοί νομικοί, καλοί καλλιτέχνες, καλοί οικονομολόγοι, καλοί αρχιτέκτονες. Απ’ αυτό έχει ανάγκη η πατρίδα!». Ας αποφασίσουμε λοιπόν: καλοί καλλιτέχνες ή ασήμαντοι πολιτικοί; Μην αναφερθείτε σε κάποιες σπάνιες εξαιρέσεις. Απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Και να μην ξεχνιόμαστε. Μιλάω για αληθινούς καλλιτέχνες και πολιτικούς, δηλαδή για πνευματικούς ανθρώπους από τη μια και προδότες της πατρίδας από την άλλη. Ή όχι;

ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΖΩ2 του Ζωγράφου στις 3.5.2012

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012



ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΕΙΣ ΘΕΑΤΡΩΝ ΓΙΑ ΤΟ 2011-2012


ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΥΠΠΟΤ
ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ


Αγαπητέ Κύριε,
αντιλαμβανόμενος τη δυσκολία στην οποία βρίσκεται τα τελευταία χρόνια η νοοτροπία ‘να τελειώνουμε με τους παλιούς’, νοοτροπία που υπηρετείτε με ιδιαίτερο ζήλο και που τώρα δεχτήκατε να υπηρετήσετε και επισήμως χάριν ενός αδιάφορου και αδαούς Υπουργού και των άσχετων περί αυτόν, επιθυμώ να σας συμπαρασταθώ σε αυτή τη δύσκολη θέση που σας φέρνουν αιτήσεις θεάτρων σαν και το δικό μου που, για κάποιο δικό σας λόγο,  σας είναι κάρφος στο μάτι σας. Η ηρωική απόφασή σας να με επιχορηγήσετε με είκοσι χιλιάδες ευρώ, εκτός των άλλων είναι και προσβλητική. Αν ήσασταν σχετικός με τα πρακτικά του θεάτρου θα γνωρίζατε, και αν όχι θα μπορούσατε να το μάθετε διαβάζοντας την αίτησή μου, ότι για το Θέατρο ΣΤΟΑ αυτή την εποχή, είκοσι χιλιάδες είναι τα έξοδα είκοσι πέντε ημερών.
Δεν θα σας δώσω την ικανοποίηση να αισθανθείτε ότι δεν ‘αφήσατε κανέναν απόξω’. Θα βγω μόνος μου. Θα αρνηθώ αυτά τα χρήματα και θα σας τα επιστρέψω. Επειδή είμαι αξιοπρεπής και έτσι πορεύτηκα σε όλη μου την καριέρα. Έτσι θα μπορέσετε να χρησιμοποιήσετε αυτές τις είκοσι χιλιάδες σε ένα σχήμα που με αυτά τα λεφτά θα μπορούσε πιθανόν να ξεκινήσει κάτι. Η ΣΤΟΑ όμως είναι ένας οργανισμός που απασχολεί κόσμο, έχει υψηλό ενοίκιο και έχει το ελάττωμα να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις της. Θα σας ευχαριστήσω για τη γαλαντομία σας αλλά θα σας θυμάμαι για την προσβολή σας. Όχι μόνο αυτή των είκοσι χιλιάδων, αλλά κι εκείνη που δηλώσατε ότι είστε η μοναδική επιτροπή που δεν σιτίζεται από τους επιχορηγούμενους. Θα το σκεφτώ αν αξίζει τον κόπο να σας κάνω μήνυση. Απλώς υποψιάζομαι ότι ειπώθηκε πάνω στον ενθουσιασμό σας για το σπουδαίο έργο που επιτελέσατε, και πιθανόν να αναφέρεστε σε περιπτώσεις που γνωρίζετε αλλά δεν κατονομάζετε. Όμως όταν γενικολογούμε αντί να έχουμε τον ανδρισμό να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, κινδυνεύουμε να γίνουμε γελοίοι.


Σας ευχαριστώ
Θανάσης Παπαγεωργίου

29 Φεβρουαρίου 2012


ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ''Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ''

Η ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΠΕΤΕΙΑΣ

Το να μιλάς για θεατρικές επιχορηγήσεις σε μια περίοδο εξαθλίωσης μπορεί και να φανεί θράσος. Αλλά ας μας επιτραπεί να απαιτούμε χρήματα για τον Πολιτισμό σε όποια οικονομική κατάσταση κι αν βρισκόμαστε. Τα χρήματα που δίνονται γι’ αυτόν δεν καλύπτουν κανένα κενό και σίγουρα μπορούν να μας καταστρέψουν ψυχικά και ηθικά, αν σε τέτοιες εποχές κρίσης, καταργηθούν. Και για όποιον είναι περισσότερο οξυδερκής, είναι φανερό ότι κυρίως σε τέτοιες εποχές χτυπιέται η παραγωγή πολιτιστικού προϊόντος, ακριβώς επειδή σκοπός του είναι να αποκαλύπτει την αλήθεια. Παρακάμπτουμε λοιπόν τις φασίζουσες κορόνες που θέλουν να θεωρείται η επιχορήγηση των Τεχνών μια προσωπική παροχή σε κάποιους εκλεκτούς του συστήματος.

Η περίοδος που ανακοινώνονται οι θεατρικές επιχορηγήσεις, χαρακτηρίζεται από τις αντιδράσεις των θιάσων εκείνων που, κατά τη γνώμη τους, αδικήθηκαν. Κατά κανόνα οι περισσότερες διαμαρτυρίες είναι δίκαιες και, κατά κανόνα, μένουν αναπάντητες επειδή ποτέ, καμία Γνωμοδοτική Επιτροπή δεν μπαίνει στον κόπο να υπερασπίσει τις επιλογές της, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν μπορεί να εξηγήσει τα ανεξήγητα. Κι αυτό, επειδή πρόκειται πραγματικά για επιλογές και μάλιστα ιδιαιτέρως υποκειμενικές και καθόλου, μα καθόλου, για στοιχειώδεις αντικειμενικές αντιμετωπίσεις των πραγματικών αναγκών του ελληνικού θεάτρου. Ας μην κρυβόμαστε. Ανάλογα από την αισθητική και τις προτιμήσεις κάθε Επιτροπής επιλέγεται η επιχορήγηση ή όχι κάποιων θεάτρων. Και η αισθητική συνοδεύεται συνήθως από προσωπικές γνωριμίες, διαπλοκές, φιλίες και συνεργασίες. Και ας είπε ο φετινός πρόεδρος, επιτιθέμενος εναντίον όλων των προηγούμενων Επιτροπών – που καμιά δεν αντέδρασε - πως η φετινή είναι μια Επιτροπή ‘που δεν σιτίζεται από τους θιάσους’. Προφανώς πιστεύει ότι δεν θυμόμαστε που ανήκει.
Η φετινή Γνωμοδοτική Επιτροπή έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Κατάφερε με το ζόρι να συγκροτηθεί, αφού πολλοί αρνήθηκαν τη συμμετοχή τους και αφού μεσολάβησαν πολλές παραιτήσεις και αντικαταστάσεις. Στην αρχή αναθαρρήσαμε σκεπτόμενοι ότι δεν θα βρεθούν άτομα να στελεχώσουν Επιτροπές του Γερουλάνου, ενός υπουργού που έχει απαξιώσει σε τέτοιο βαθμό του Υπουργείο Πολιτισμού, ώστε να αναρωτιέται κανείς αν τοποθετήθηκε για να προωθήσει ή για να εξαφανίσει τον πολιτισμό. Ελπίζαμε πως, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, δεν θα βρισκόταν άνθρωπος να υπηρετήσει την ανύπαρκτη πολιτική του, ούτε να αποδεχτεί την αρνητική και βάναυσα προσβλητική στάση του απέναντι στους ανθρώπους της Τέχνης και του Πνεύματος. Αν σ’ αυτό προσθέσει κανείς ότι οι καθυστερημένες υπουργικές ανακοινώσεις για το θέατρο είχαν το θράσος να μιλάνε για γρήγορη και έγκαιρη καταβολή των επιχορηγήσεων – πράγμα εντελώς αδύνατο αφού ούτε λεφτά ούτε χρόνος υπήρχε - αντιλαμβάνεται πόσο εύλογη θα ήταν η άρνηση κάθε σοβαρού ανθρώπου να συμμετάσχει σε έναν τέτοιο εμπαιγμό του ελληνικού θεάτρου, που εκ των προτέρων θα άφηνε εκτεθειμένα τα μέλη οποιασδήποτε επιτροπής, όσο εργατική κι αν ήταν. Πέσαμε έξω. Η Γνωμοδοτική Επιτροπή σχηματίστηκε και ανάλαβε να υλοποιήσει ένα Γερουλάνειο πρόγραμμα που ανακοινώθηκε στους δημοσιογράφους σε ένα μπαράκι στις 30 Μαΐου και υποσχόταν μοντέρνους τρόπους αξιολόγησης(ένα μέλος που παραιτήθηκε αναρωτιότανε πώς μπορεί η τέχνη του θεάτρου να αξιολογηθεί με μαθηματικά…) και επαναστατικές μεθόδους. Ανακαλύφθηκε η μοριοδότηση, ένα μοντέλο χρησιμοποιημένο ήδη με πλήρη αποτυχία πριν από είκοσι χρόνια, εμπλουτισμένο με τεχνοκρατικά κόλπα, που ανάγκασαν ένα άλλο μέλος(που όμως δεν παραιτήθηκε…) να δηλώσει πως ‘η αξιολόγηση δεν γίνεται με ποιοτικά κριτήρια, αλλά με κριτήρια που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την αξιολόγηση ενός εστιατορίου’!  Όπως και να γινόντουσαν οι αξιολογήσεις, ο εμπαιγμός ήταν φανερός: καμία επιτροπή, όσες ώρες κι αν συνεδρίαζε δεν θα μπορούσε να ολοκληρώσει μια τόσο δύσκολη δουλειά για να προλάβει τη θεατρική περίοδο, πόσο μάλλον όταν στις 28 Σεπτεμβρίου ανακοινωνόταν ακόμη η τελική συμπλήρωση της Επιτροπής, οι φάκελοι δεν είχαν δοθεί στα χέρια των μελών της  επειδή δεν υπήρχαν χρήματα για φωτοτυπίες και η δουλειά γινόταν μέσα από έναν υπολογιστή!… Όμως επέμεινε ότι θα ολοκληρώσει το έργο που της ανατέθηκε και κατάφερε στο τέλος Φεβρουαρίου του 2012, έξη εβδομάδες πριν τελειώσει η θεατρική περίοδος, να δώσει στον Γερουλάνο την ικανοποίηση να περηφανεύεται ότι επιχορήγησε το ελληνικό θέατρο για την θεατρική περίοδο 2011-2012!! Αλλά πώς είναι δυνατόν να πιστεύεις ότι υπηρετείς το ελληνικό θέατρο που το γελοιοποιούν αφήνοντάς το έκθετο σε μια προβοκατόρικη ‘δημόσια διαβούλευση’, που ζητάει μάταια επί μήνες μια ακρόαση από τον υπουργό που το περιφρονεί με τη στάση του, που κάνει πορείες και διαδηλώσεις διαμαρτυρίας στέλνοντας υπομνήματα και ανακοινώσεις, που οι σκηνές κλείνουν η μία πίσω από την άλλη, που οι παραγωγές ματαιώνονται και που όλοι ψάχνουν για μονολόγους; Πώς αναλαμβάνεις να υπηρετήσεις ένα σχέδιο που ξέρεις πως όταν υλοποιηθεί, αν υλοποιηθεί, θα έχει προχωρήσει η αποσύνθεση; Ενώ, λοιπόν, η επιτροπή αξιολογούσε σε ένα κομπιούτερ την προσφορά θιάσων με είκοσι, τριάντα και σαράντα χρόνια παρουσίας, ένα θέατρο δήλωνε αναστολή της λειτουργίας του από τον Νοέμβρη και ένα άλλο έκλεινε στο τέλος Γενάρη…

Ώδινεν όρος και έτεκε μυν και το όνομα αυτού ‘Πρόγραμμα υποστήριξης της θεατρικής Τέχνης’. Όπου δεν γίνονται δεκτές δύο παραγωγές. Ή μόνο μία, ή 3-5. Και ενώ ένα θέατρο υποβάλλει πρόταση για πολλές παραγωγές επιδοτείται αναιτιολόγητα για μία. Όπου ενώ τα ποσά καθορίζονται από 25000-70000, για κάποιους μειώνονται στις 20000(η περίπτωσή μας…). και όπου τέλος πάντων διαδηλώνοντας ένα συγκινητικό ενδιαφέρον για τους νέους, αυτή η σύγχρονη πιπίλα, μοιράζουμε κάτι ψίχουλα σε κάποιες νέες ομάδες και ξεχνάμε ότι μ’ αυτά τα χρήματα δεν είναι σε θέση να κάνουν τίποτα. Κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε ότι δεκαπέντε, είκοσι και τριάντα χιλιάδες δεν προσφέρουν τίποτα περισσότερο από το να στηθεί ένα υποτυπωδώς ανεκτό σκηνικό, να νοικιαστεί ένας προτζέκτορας και να ξοδευτούν λίγα χρήματα παραπάνω για να νοικιαστούν μερικά ρούχα. Και τάχα μου δεν ξέρουμε - κάτι που το ξέρουν όλοι αλλά παριστάνουν τους απληροφόρητους - ότι το μόνο που προσφέρουμε σε έναν νέο είναι να πληρώσει ένα εξοντωτικό ενοίκιο σε άπληστους αιθουσάρχες, που συνήθως είναι επιχορηγούμενοι με παχυλά ποσά. Ακόμα, δίνονται χρήματα σε παραγωγές που έχουν υλοποιηθεί με έξοδα του Ωνάσειου, χωρίς να κρατούνται ούτε καν τα προσχήματα αφού ένα μέλος της επιτροπής είναι μια αρμόδια για τα θεατρικά του Ιδρύματος αυτού. Δίνονται χρήματα σε επαναλήψεις παλαιότερων παραγωγών και σε άλλες, που ακόμα, μήνα Μάρτιο δεν έχει ξεκινήσει καμία διαδικασία. Τέλος ισχυριζόμαστε ότι βάζουμε μια τελεία στο άθλιο κατεστημένο που λυμαινόταν όλα αυτά τα χρόνια τις επιχορηγήσεις, αλλά στην ουσία μειώνουμε δραστικά, σε βαθμό εξόντωσης, μόνο τα ποσά του Θεάτρου Τέχνης, του Απλού, της Στοάς και του Κεφαλληνίας. Ανακαλύφθηκαν τελικά οι αχρείοι του ελληνικού θεάτρου! Κανένας άλλος δεν πειράχτηκε στην ουσία, όλοι υπέστησαν μια φυσιολογική μείωση. Δεν μένει τώρα παρά να κάνουμε τον λογαριασμό και να υπολογίσουμε το έργο που έχουν προσφέρει αυτοί οι τέσσερις απατεώνες που πλούτισαν τόσα χρόνια με το δημόσιο χρήμα. Θα είναι εύκολο φαντάζομαι γιατί δηλώθηκε ότι ήταν μια επιτροπή με «αλληλοσυμπληρούμενη γνώση, μακρόχρονη συστηματική παρακολούθηση και επί μέρους γνώσεις επί πρακτικών και ουσιαστικών ζητημάτων». Όμως, ποιος θα το αρνηθεί ότι πάρα πολλές νέες δυνάμεις ξεπηδήσανε από τα ‘παλιά’ θέατρα που δεκαετίες τώρα τροφοδοτούν τη θεατρική αγορά με νέους ανθρώπους, σε όλους τους τομείς. Ας αποδειχτεί το αντίθετο.

Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι οι επιχορηγήσεις είναι κεκτημένο δικαίωμα. Αυτό που ζητούσε πάντα το ελληνικό θέατρο από την Πολιτεία ήταν, επιτέλους, ένα σωστό κριτήριο. Κάτι που σπάνια συναντήσαμε, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις. Δεν επέστρεψα την επιχορήγηση που μου δόθηκε φέτος γιατί δεν την έχω ανάγκη. Αντίθετα αμφιβάλλω αν θα μπορέσουμε να κρατηθούμε για πολύ ακόμη. Η άρνησή μου είναι μια πράξη διαμαρτυρίας για την έλλειψη σεβασμού στην αντιμετώπιση ενός θεάτρου που η προσφορά του πρέπει να ‘εξεταστεί’. Έχω κουραστεί να δίνω εξετάσεις σε κάθε νέο ειδήμονα. Ή γνωρίζει ή δεν γνωρίζει. Εγώ δεν απαιτώ, αλλά ούτε επαιτώ. Θα προτιμούσα να κλείσω τη Στοά παρά να την λειτουργώ για να αποδείξω σε κάποιους κάτι, που μου είναι αδιάφορο αν θα τους αποδειχτεί ή όχι.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΜΑΡΤΙΟΣ 2012


ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΠΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ''ΖΩ2''

ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΝ ΝΑ ΚΛΕΙΣΟΥΝ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΟΑ

Τα τελευταία χρόνια, η καινούργια κατάσταση πραγμάτων, η λεγόμενη ανανέωση, προσπαθεί με κάθε τρόπο να ακυρώσει την ύπαρξη εκείνων των αξιών που έχουν δημιουργήσει παράδοση στα πνευματικά πράγματα της χώρας. Το Θέατρο ΣΤΟΑ που επί σαράντα ένα συνεχόμενα χρόνια διακονεί την τέχνη του θεάτρου με σοβαρότητα και συνέπεια, σεβόμενο πάνω απ’ όλα τη νοημοσύνη των θεατών του, κάτι σπάνιο στο σύγχρονο θεατρικό γίγνεσθαι, ένα θέατρο που κατόρθωσε μέσα από αντίξοες συνθήκες τόσο οικονομικές, όσο και πολιτικές, αφού ιδρύθηκε και ανδρώθηκε μέσα στη δικτατορία, ένα τέτοιο θέατρο κατάφερε να στεριώσει και να δημιουργήσει ιστορία μέσα στον ελληνικό θεατρικό χώρο. Σήμερα το θέατρο ΣΤΟΑ είναι το δεύτερο σε μακροβιότητα ιδιωτικό ελληνικό θέατρο, μετά από το Θέατρο Τέχνης του Κουν! Όσοι γνωρίζουν έστω και λίγα πάνω στο θεατρικό επάγγελμα, μπορούν να αντιληφθούν το μέγεθος του επιτεύγματος.
Για την ιστορία, το Θέατρο ΣΤΟΑ έχει ανεβάσει περί τα 100 έργα, εκ των οποίων τα εβδομήντα νέων Ελλήνων συγγραφέων, έχοντας προσφέρει περί τους τριάντα νέους και άγνωστους Έλληνες συγγραφείς, που με την δουλειά τους πρωτοστάτησαν στην αλλαγή του θεατρικού τοπίου που είχε λιμνάσει μέσα στη φαρσοκωμωδία και το ξενόφερτο μπουλβάρ. Το Θέατρο ΣΤΟΑ είναι εκείνο που, κατά την εκτίμηση της επίσημης κριτικής, δημιούργησε νέα σχολή υποκριτικής και αντιμετώπισης του νεοέλληνα, έτσι ώστε να είναι συνυφασμένο με την ανανέωση του ελληνικού θεάτρου και, κυρίως, με τη μεταστροφή του Έλληνα θεατή προς το ελληνικό έργο, το οποίο δεν έχαιρε καμιάς υπόληψης. Η Πολιτεία αναγνωρίζοντας την προσφορά μας αποφάσισε να μας επιχορηγεί, από το 1979, γνωρίζοντας ότι τέτοια θέατρα, λόγω του στόχου τους και των επιλογών τους, δεν είναι σε θέση να επιβιώσουν χωρίς την κρατική συμπαράσταση με μόνο έσοδο τις εισπράξεις του ταμείου τους, αφού επιδίωξή τους δεν είναι, ούτε μπορεί να είναι η οικονομική επιτυχία, όσο κι αν πολλά από τα έργα που ανεβάστηκαν εκεί δημιούργησαν και οικονομικές επιτυχίες. Βασική επιδίωξη ήταν και είναι η προσφορά αληθινής πνευματικής τροφής για τον Έλληνα θεατή. Και αυτό δεν συμφέρει κανέναν σήμερα.
Τόσο η παρουσίαση άγνωστων συγγραφέων, η αναζήτηση νέων φωνών, η ανάγκη αλλαγής του κλίματος που επικρατούσε και επικρατεί στα πράγματα και η ριζοσπαστική διάθεση για δημιουργία μιας νέας τομής, όσο και ο συνήθως μεγάλος θίασος, δυσανάλογος με τα έσοδα από τα εισιτήρια, αλλά και το εξοντωτικό ενοίκιο, απίστευτο για ένα θέατρο στην άκρη μιας γειτονιάς, δεν θα μπορούσαν ποτέ να επιβιώσουν χωρίς την κρατική υποστήριξη. Και καυχιόμαστε επειδή αυτή την υποστήριξη δεν την προδώσαμε ποτέ και δεν την σπαταλήσαμε για προσωπικό πλουτισμό, αλλά την εξαργυρώσαμε με δουλειά ποιότητας που αναγνωρίστηκε από το θεατρόφιλο κοινό που επί σαράντα τόσα χρόνια μας στήριξε.
Όμως πάντα υπάρχει και το αλλά. Που στις μέρες μας λέγεται αλλαγή. Και πάντα υπάρχουν εκείνοι που δεν κάθονται αναπαυτικά στη θέση τους όσο υπάρχουν ανεξάρτητες φωνές και εστίες αντίστασης. Θέατρα σαν τη ΣΤΟΑ πρέπει να εξαφανιστούν επειδή η ύπαρξή τους δεν εξυπηρετεί τους στόχους της νέας κατάστασης, που προτιμά να διαθέτει πολίτες χωρίς σκέψη, χωρίς προβληματισμό, χωρίς βούληση και χωρίς γνώμη. Σε οποιαδήποτε πολιτισμένη χώρα που σέβεται τους πολίτες της, θέατρα σαν τη ΣΤΟΑ θα ήταν φάροι για να φωτίζουν το δρόμο των νεότερων γενεών. Θα ήταν παραδείγματα προς μίμηση. Σήμερα, σε καιρούς που βασιλεύει η βλακεία, η εύκολη σκέψη και η μανία του πλουτισμού και της απάτης, δεν συμφέρει να υπάρχουν φωνές που εναντιώνονται. Και από τη στιγμή που μπορούμε να τις εξοντώσουμε, σπεύδουμε να το κάνουμε για να ξεμπερδεύουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα για να προφυλάξουμε τις καρέκλες που με τόση δουλοφροσύνη, δοσιλογισμό και λαμογιά, κατακτήσαμε. Μειώνοντας την επιχορήγηση σε βαθμό εξοργιστικά ταπεινωτικό – να σκεφτεί κανείς ότι επί τριάντα χρόνια το θέατρο Στοά βρισκόταν μέσα στα πρώτα δέκα επιχορηγούμενα θέατρα και φέτος ξαφνικά βρέθηκε στην τελευταία θέση(!), ίσα-ίσα για να μην μπορέσουμε να πούμε ότι μας διέγραψαν εντελώς – ελπίζουν ότι θα το αναγκάσουν να κλείσει. Να εξαφανιστεί. Μπορεί και να γίνει αυτό. Όμως δεν θα κρατήσει για πολύ η χαρά τους επειδή τους διαφεύγει κάτι πολύ σημαντικό. Θέατρα σαν το δικό μας έχουν σπείρει τον σπόρο για να φυτρώνουν πάντα εστίες ελπίδας. Ακόμα κι αν κλείσουν εμάς, θα ξεφυτρώσει κάποιο άλλο θεατράκι, σε μια γωνιά της Αθήνας που θα γίνει κάρφος στο μάτι τους, για να συνεχίσει τον αγώνα της πνευματικής αντίστασης. Γιατί η μόνη ελπίδα που μας απομένει σε αυτές της εποχές της ξενόδουλης κατοχής είναι να διατηρήσουμε το πνεύμα υψηλόφρον ώστε να μπορέσει να ανταπεξέλθει στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς και της εξαθλίωσης. Σε όσους ενδιαφέρονται να αντισταθούν στην πνευματική υποδούλωση, τους ανήκει η υποχρέωση να βοηθήσουν στη διατήρηση τέτοιων εστιών. Γιατί εδώ και αρκετό καιρό έχει διαφανεί τι περιμένει τον Έλληνα που θα αναζητήσει λίγη αληθινή ψυχαγωγία.

ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2012

ΠΑΜΕ ΓΙΑ ΕΚΛΟΓΕΣ

Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό. Πάμε σε κάτι προαποφασισμένο νομίζοντας ότι έχουμε τη δυνατότητα να αλλάξουμε κάτι από τις ήδη ληφθείσες αποφάσεις. Αλλά, άραγε, θα συνεχίσουμε να ζούμε με τις ψευδαισθήσεις που μας προσφέρει ο κάθε ανέντιμος πολιτικάντης που προσπαθεί απλώς και μόνο να διατηρήσει τη θεσούλα του, που του προσφέρει μια άνετη και πολυτελέστατη ζωούλα, ενώ εμείς προσπαθούμε να επιβιώσουμε ανοίγοντας τους κάδους των σκουπιδιών; Θα παραμείνουμε τόσο αφελείς όσο είμαστε, αιώνες τώρα, νομίζοντας ότι επειδή έχουμε κοινοβουλευτισμό ελέγχουμε τις τύχες μας; Δεν μας έπεισε το κατάντημα αυτής της Βουλής ότι δεν έχουμε κανέναν απολύτως λόγο στα τεκταινόμενα; Μας τοποθέτησαν πρωθυπουργό που δεν ψηφίσαμε ποτέ, τσαλαπατήσανε με τον πιο βάναυσο τρόπο ένα Σύνταγμα που κατακτήθηκε με αγώνες και αίμα πολύ, μας λοιδωρήσανε με τον πιο αισχρό τρόπο, αυτοί που ψηφίσαμε - όσοι τους ψηφίσανε τέλος πάντων - και εξακολουθούμε να παριστάνουμε τον κυρίαρχο λαό; Είμαι πολύ περίεργος να δω το μέγεθος της έλλειψης μνήμης αυτού του λαού.